Η τεμπελιά είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως από γονείς, δασκάλους, μαθητές, μεγάλους και μικρούς. Τί είναι, όμως, η τεμπελιά; Τί σημαίνει τεμπέλης; Αν αναζητήσουμε ορισμούς θα βρούμε μεταξύ άλλων: «αυτός που αποφεύγει να κάνει οποιαδήποτε δουλειά», «ο οκνηρός», «ο φυγόπονος». Συνήθως, χρησιμοποιείται ως κριτική ως ένα χαρακτηριστικό που αποδίδουμε σε κάποιον. Όταν αποδίδεται ως χαρακτηριστικό υπονοείται ότι δεν θα σταματήσει ποτέ να συμβαίνει, ότι ο τεμπέλης θα είναι πάντα τεμπέλης και ότι ο τεμπέλης είναι υπεύθυνος για την κατάστασή του, σαν να είναι μία επιλογή! Ως κριτική, έχει την έννοια ενός πολύ μεγάλου μειονεκτήματος και συχνά σχετίζεται με το ότι ο «τεμπέλης» δεν εκπληρώνει τις προσδοκίες του «επικριτή» του. Ενώ συνήθως, αποδίδεται από ένα άτομο σε ένα άλλο, μπορεί κάποιος να το πιστεύει και για τον εαυτό του.
Τί είναι όμως στην πραγματικότητα η τεμπελιά;
Ο τρόπος λειτουργίας του κάθε ατόμου, οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του και οι συμπεριφορές που υιοθετεί συνδέονται με τις εμπειρίες του, την ιστορία του, τους κανόνες του, τις αξίες του, τις πεποιθήσεις του, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, τους άλλους και το μέλλον. Είναι, λοιπόν, ένα σύνολο δεδομένων. Το κάθε άτομο έχει ιδιαιτερότητες που συνδέονται επίσης με την προσαρμοστικότητάτου και την ανταπόκρισή του (ή μη) στις προσδοκίες του περιβάλλοντός του αλλά και της κοινωνίας. Συνεπώς, το να αποδίδουμε σε κάποιον χαρακτηριστικά ή να βγάζουμε συμπέρασμα από μία μόνο συμπεριφορά του ή ακόμα και από ένα συμπεριφορικό μοτίβο, χωρίς να συνυπολογίσουμε όλα τα δεδομένα είναι αυθαίρετο, δεν προάγει τη συνεργασία με το άτομο αυτό και φυσικά, δεν το βοηθά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ταμπέλα μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε σχολική αποτυχία. Η ενοχοποίηση του παιδιού, του γονέα ή ακόμα και του δασκάλου όχι μόνο δε βοηθά αλλά μπορεί να χειροτερέψει την κατάσταση.
Στην πραγματικότητα, η τεμπελιά είναι μία στρατηγική στην οποία καταφεύγει το άτομο ώστε να καταφέρει να προστατευτεί από αυτά που το δυσκολεύουν και τον ταλαιπωρούν. Είναι ένας τρόπος αποφυγής δυσκολιών, ο οποίος ενώ βραχυπρόθεσμα βοηθά το άτομο, μακροπρόθεσμα είναι μη λειτουργικός.
Για να δούμε, όμως, τί μπορεί να κρύβει η τεμπελιά ή αλλιώς αποφυγή!
Καταρχάς, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το διάβασμα δεν είναι φυσική ανάγκη του ανθρώπου όπως η πείνα, η δίψα κλπ. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος για να το καταφέρει χρειάζεται να καταβάλει προσπάθεια ανάλογη των δυνατοτήτων του.
Οι λόγοι που κάποιος μπορεί να καταφεύγει στην αποφυγή αυτής της προσπάθειας μπορεί να είναι σωματικοί, γνωστικοί ή συναισθηματικοί.
1.Σωματικοί: πρώτα από όλα χρειάζεται να ελέγξουμε εάν υπάρχουν βιολογικές αιτίες. Να ελέγξουμε, δηλαδή, εάν το άτομο είναι άρρωστο, παρουσιάζει έλλειψη βιταμινών, δεν τρέφεται σωστά ή είναι εξαντλημένολόγω φορτωμένου προγράμματος ή υπερβολικής δραστηριότητας.
2.Γνωστικοί: πρέπει να εξετάσουμε εάν υπάρχει κάποια μη διαγνωσμένη μαθησιακή δυσκολία. Επίσης, είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη ότι ένα χαρισματικό παιδί μπορεί να μην βρίσκει ενδιαφέρον σε δραστηριότητες χαμηλότερου γνωστικού επιπέδου, με αποτέλεσμα να προσπαθεί να τις αποφύγει.
3,Συναισθηματικοί: όταν υπάρχει κάποια συναισθηματική δυσκολία, το άτομο (παιδί ή ενήλικας) έχει μειωμένο κίνητρο για αλλαγή και η προσπάθεια έχει λίγες πιθανότητες να διαρκέσει. Όπως αναφέραμε πιο πάνω ο τρόπος λειτουργίας κάθε ατόμου είναι μοναδικός και όχι τυχαίος. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο που αποφεύγει θα έχει του λόγους του να το κάνει. Ο φόβος αποτυχίας είναι ένας από αυτούς. Ένα άτομο, το οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανεπαρκή, αποφεύγει καταστάσεις αξιολόγησης ώστε να διατηρήσει μια καλή εικόνα. Έτσι ο λόγος της αποτυχίας θα είναι η έλλειψη προσπάθειας, όχι η ανεπάρκεια του ατόμου. Οι άνθρωποι αυτοί, συνήθως, παρουσιάζουν αποτελέσματα κατώτερα των δυνατοτήτων τους.
Ένας άλλος λόγος είναι ο φόβος επιτυχίας. Το άτομο φοβάται ότι εφόσον επιτύχει, οι προσδοκίες των άλλων θα συνεχίσουν να αυξάνονται τόσο που δεν θα του επιτρέπουν την αποτυχία και τελικά δεν θα υπάρχει διέξοδος. Όσον αφορά στα παιδιά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα παιδί που προχωρά πολλές φορές επιφορτίζεται με το ρόλο να επιβεβαιώνει το γονιό ή το δάσκαλό του. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι προσδοκίες αυξάνονται σε τέτοιο βαθμό που δεν λαμβάνονται υπόψη οι επιθυμίες και οι ανάγκες του παιδιού.
Όποια και να είναι η δυσκολία που κρύβεται πίσω από την αποφυγή, το σίγουρο είναι ότι το άγχος είναι αυξημένο, γεγονός που οδηγεί το άτομο στο να αναπτύξει στρατηγικές που θα τον βοηθήσουν να το καταπολεμήσει. Η αποφυγή λοιπόν, είναι μία στρατηγική που έχει ως αποτέλεσμα την άμεση αγχόλυση η οποία με τη σειρά της έχει καίριο ρόλο στη διατήρηση της αποφυγής.
Το άτομο μαθαίνει ότι με τον τρόπο αυτό προστατεύεται από μία πολύ δυσάρεστη κατάσταση (το άγχος- αλήθεια ποιος θέλει να είναι αγχωμένος;) κι έτσι δημιουργείται ο φαύλος κύκλος μίας μαθημένης αντίδρασης. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να αλλάξει ένας ενήλικας μία συμπεριφορά η οποία του προσφέρει τόση ανακούφιση! Χρειάζεται να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να βρει το κίνητρο να την αλλάξει και χρειάζεται οι συνέπειες της να είναι πραγματικά πολύ δυσάρεστες ώστε να νοηματοδοτείται η αλλαγή. Συνεπώς, εάν είναι τόσο δύσκολο για τους μεγάλους φανταστείτε για τα παιδιά. Εξάλλου, ο ανώριμος εγκέφαλός τους τα οδηγεί σε συμπεριφορές που δεν μπορούν ούτε να καταλάβουν ούτε να εξηγήσουν.
Όπως είδαμε, πολλά πράγματα μπορούν να κρύβονται πίσω από την ταμπέλα της τεμπελιάς, η οποία προσθέτει ένα τεράστιο φορτίο και ειδικά στα παιδιά και τους εφήβους. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις ταμπέλες ακόμα και τις θετικές. Δεν αφήνουν χώρο στο παιδί να αναπτυχθεί και να εκφράσει τον εαυτό του. Θυμηθείτε την αυτοεκπληρούμενη προφητεία: τα παιδιά γίνονται ό,τι λένε οι ταμπέλες που τους κολλάμε. Ένα παιδί που δεν γνωρίζει τον εαυτό του τον μαθαίνει μέσα από τα μάτια των «σημαντικών άλλων». Όταν οι γονείς, οι φροντιστές, οι δάσκαλοι, οι συμμαθητές του βάζουν την ταμπέλα, το παιδί πιστεύει ότι αυτό είναι και καταλήγει να υιοθετεί τις συμπεριφορές που την επιβεβαιώνουν.
Πώς νιώθουμε απέναντι στην τεμπελιά;
Οι συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι στην τεμπελιά είναι ποικίλες και διαφέρουν ανάλογα με τις πεποιθήσεις του καθενός. Κάποιος μπορεί να νιώσει αδιαφορία, άλλος κατανόηση ή ενδιαφέρον. Άλλος πάλι, μπορεί να επιμείνει, να αγχωθεί, να εκνευριστεί, να θυμώσει, ακόμα και να απογοητευτεί ή και όλα αυτά μαζί και άλλα πολλά! Αυτό συμβαίνει γιατί η τεμπελιά σημαίνει κάτι διαφορετικό για τον κάθε έναν από εμάς και το συναίσθημα που θα βιώσουμε σε σχέση με αυτή εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τη νοηματοδοτούμε. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι ένας γονιός ανησυχεί πολύ για το επαγγελματικό μέλλον του παιδιού του και σκέφτεται: «πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το δίπλωμα αγγλικών του τώρα, γιατί μετά θα είναι αργά, θα καταλήξει να μην το πάρει ποτέ και δεν βρίσκει ποτέ δουλειά». Αυτός ο γονέας έχει πολλές πιθανότητες να βιώσει αρνητικά και δυσάρεστα συναισθήματα σε μία κατάσταση όπου το παιδί του θα θελήσει να μην διαβάσει, ή να αποφύγει μαθήματα. Έτσι, θα προσπαθήσει να το κινητοποιήσει τις περισσότερες φορές με λάθος τρόπους όπως η πίεση, η επιβολή εξουσίας, τα ξεσπάσματα, τα παρακάλια, οι δωροδοκίες, οι συγκρίσεις με άλλους ή ακόμα και η αδιαφορία ή και η παραίτηση αγνοώντας έτσι τους πραγματικούς λόγους αποφυγής του διαβάσματος. Για να μπορέσουμε, λοιπόν, να βοηθήσουμε το παιδί (ή και τον ενήλικα) που «τεμπελιάζει» ή αποφεύγει, χρειάζεται πρώτα από όλα να αναγνωρίσουμε τα δικά μας συναισθήματα και να ερμηνεύσουμε τί ενεργοποιείται μέσα μας (τί σημαίνει για μένα το ότι αποφεύγει;)! Με τον τρόπο αυτό θα καταφέρουμε να ξεδιαλύνουμε τί συμβαίνει και να αναζητήσουμε μαζί με το παιδί (ή τον ενήλικα) τις αιτίες.
Υπενθυμίζουμε ότι τα παιδιά έχουν αντιδράσεις που δεν μπορούν να εξηγήσουν. Οι συμπεριφορές τους συχνά (όσο μικρότερη είναι η ηλικία τόσο συχνότερο το φαινόμενο) είναι ο μόνος τρόπος να εκφράσουν ότι κάτι τα ενοχλεί, ότι κάτι δεν πάει καλά. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δουλειά του ενήλικα να τα βοηθήσει να κατανοήσουν αυτό που τους συμβαίνει, και σαν υποβρύχιο (βλ. Σχήμα) να μπορέσει να δει τις ανάγκες και τα συναισθήματα που κρύβονται κάτω από τη στάθμη του νερού. Με τον τρόπο αυτό, τα βοηθάμε να μαθαίνουν καλύτερα τον εαυτό τους!
Κλείνοντας να τονίσουμε ότι –όπως μας αναφέρει ο Thomas Gordon- «Όπως οι ενήλικες, έτσι και τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν τα στηρίζουμε και τα ενθαρρύνουμε για ό,τι κάνουν σωστά, παρά όταν τα κατακεραυνώνουμε για ό,τι κάνουν λάθος».
Ειρήνη Κώτση
Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Βιβλιογραφία
Morel Camille (1997), Éducations des enfants de A à Z, Éditions Artémis.
Arnall Judy (2015),Πειθαρχία χωρίς τιμωρία, εκδ. Μάρτης.
Pipet Patrick (1999), La paresse chez l’enfant : quelle réalité?, CRDP de Champagne-Ardenne.